- ἀκολάστου
- ἀκόλαστοςundisciplinedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блоудьныи — (157) пр. к блоудъ. 1.В 1 знач.: идѣ же суть путье блуднии и па(ч) же и погибель. не дѣлесно быва˫а. и расматрѩ˫а не подобна˫а. в немь же блѩднѣ и блудьство. (φατρίαι) ФСт XIV, 198а; в роли с.: Иже кромѣ бж(с)твьны˫а цр҃кви кромѣ бл҃гословлени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… … Dictionary of Greek
τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Λογγίνος — Όνομα αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου (; – Αλεξάνδρεια 498). Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα του Ζήνωνα (474 491). Μετά τον θάνατο του Ζήνωνα, επειδή αποκλείστηκε από τη διαδοχή εξαιτίας του ακόλαστου… … Dictionary of Greek